ἀπαγορευτικά

ἀπαγορευτικά
ἀπαγορευτικός
prohibitory
neut nom/voc/acc pl
ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός
prohibitory
fem nom/voc/acc dual
ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός
prohibitory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απαγορευτικός — ή, ό (Α ἀπαγορευτικός, ή, όν) αυτός που ενέχει απαγόρευση, παρεμποδιστικός (Γραμμ.). «απαγορευτικά μόρια» άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία του ομιλούντος είτε ως παράκληση είτε ως προσταγή να μη γίνει κάτι. Κύριο… …   Dictionary of Greek

  • δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • εφήμερα φυτά — Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”